λουκούμι

λουκούμι
το
1. είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από μίγμα σιροπιού ζάχαρης και πολτοποιημένου αμύλου
2. (ως επίθ. για εδώδιμο) εύγευστος και τρυφερός («αυτό το κρέας είναι λουκούμι»)
3. φρ. «μού 'ρθε λουκούμι» — λέγεται για κάτι επίκαιρο και καλόδεχτο που συνέβη σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. locum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λουκούμι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. μικρό γλύκισμα από ζάχαρη και άμυλο: Τα συριανά λουκούμια είναι ξακουστά. 2. ως επιθ. προσδιορισμός: Το ψητό κρέας ήταν λουκούμι (καλοψημένο και πολύ τρυφερό). 3. φρ., «Μου ήρθε λουκούμι», μου συνέβη αναπάντεχα κάτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Turkish Delight — Turkish Delight, lokum, or loukoum is a confection made from starch and sugar. It is often flavored with rosewater and lemon, the former giving it a characteristic pale pink color. It has a soft, jelly like and sometimes sticky consistency, and… …   Wikipedia

  • ραχάτ — το, Ν άκλ. το λουκούμι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τουρκική λ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”