- λουκούμι
- το1. είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από μίγμα σιροπιού ζάχαρης και πολτοποιημένου αμύλου2. (ως επίθ. για εδώδιμο) εύγευστος και τρυφερός («αυτό το κρέας είναι λουκούμι»)3. φρ. «μού 'ρθε λουκούμι» — λέγεται για κάτι επίκαιρο και καλόδεχτο που συνέβη σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. locum].
Dictionary of Greek. 2013.